ανατίναξη

ανατίναξη
η
θρυμματισμός συμπαγούς σώματος, καταστροφή κτηρίου, γέφυρας κ.λπ. με εκρηκτικές ύλες ή πεπιεσμένα αέρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανατίναξη — η τίναγμα προς τα πάνω, στον αέρα: Η ανατίναξη του αεροπλάνου είναι έργο τρομοκρατών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • φουρνέλο — το, Ν 1. σκαφίδι μαγειρικής εστίας από χυτοσίδηρο με σχάρα, όπου καίγονται τα κάρβουνα 2. οπή σε βράχο που τήν γεμίζουν με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη 3. φρ. α) «βάζω φουρνέλο» μτφ. υπονομεύω, υποσκάπτω κάποιον ή κάτι β) «βάρδα φουρνέλο» i) μην… …   Dictionary of Greek

  • Γοργοπόταμος — I Ποταμός του νομού Φθιώτιδος. Πηγάζει από την Οίτη, από δύο τοποθεσίες της, τη μία ανάμεσα στη θέση Καταβύθρας και Γρεβενούς και την άλλη στη θέση Πυρά. Ο Γ. εξέβαλε άλλοτε στον Μαλιακό κόλπο, αλλά σήμερα με τις προσχώσεις ενώνεται με τον… …   Dictionary of Greek

  • Врацанос, Антонис — Антонис Врацанос (Ангелулис) (греч. Αντώνης Βρατσάνος (Αγγελούλης), 1919 год Лариса (город)  25 ноября , 2008 года Афины) греческий коммунист, один из самых известных диверсантов греческого Сопротивления 1941 1944 гг. (Народно… …   Википедия

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • διάτρημα — το (AM διάτρημα) [διατετραίνω] τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρηση νεοελλ. τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη || αρχ. μσν. μονόξυλο κατασκευασμένο από κορμό δέντρου αρχ. τρύπα στα νωτιαία νεύρα …   Dictionary of Greek

  • δυναμιτιστής — ο 1. αυτός που προκαλεί ανατίναξη με δυναμίτιδα 2. εκείνος που υπονομεύει με λόγους ή πράξεις και προκαλεί εκρηκτικές ή επικίνδυνες καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dynamiteur] …   Dictionary of Greek

  • κροτίδα — η 1. μικρό πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται με το χέρι και εκρήγνυται με κρότο μόλις προσκρούσει στο έδαφος, βαρελότο 2. άλλο είδος πυροτεχνήματος το οποίο αναφλέγεται με την τριβή και προκαλεί συνεχόμενες εκρήξεις, η τρακατρούκα 3. μικρό άνοιγμα… …   Dictionary of Greek

  • κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”